ισοπέδωμα

ισοπέδωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ισοπέδωμα" в других словарях:

  • ισοπέδωμα — το, ατος 1. μετατροπή μιας ανώμαλης επιφάνειας σε ομαλή: Ισοπέδωμα του οικοπέδου. 2. κατάργηση των διαφορών και των διακρίσεων, εξίσωση: Ισοπέδωμα όλων των πολιτών. 3. μτφ., καταστροφή: Ισοπέδωμα του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοπέδωμα — το [ισοπεδώνω] ισοπέδωση* …   Dictionary of Greek

  • ισοπέδωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοπεδώνω, εξομάλυνση επιφάνειας, ισοπέδωμα, επιπέδωση, ίσιωμα επιφάνειας 2. μτφ. 1. κατάργηση κοινωνικών διαφορών και διακρίσεων, κοινωνική εξίσωση, εξομοίωση 2. κατεδάφιση, γκρέμισμα, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — η 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι ίσο με κάτι άλλο, ίσωση, ισοπέδωμα. 2. (μαθ.), ισότητα μεταξύ δύο μεταβλητών ποσών, που ισχύει μόνο αν δοθούν οι κατάλληλες τιμές σε ορισμένες ποσότητες (ή «άγνωστους») που περιέχονται σ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοπέδωση — η ισοπέδωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»