ισοπέδωμα
Смотреть что такое "ισοπέδωμα" в других словарях:
ισοπέδωμα — το, ατος 1. μετατροπή μιας ανώμαλης επιφάνειας σε ομαλή: Ισοπέδωμα του οικοπέδου. 2. κατάργηση των διαφορών και των διακρίσεων, εξίσωση: Ισοπέδωμα όλων των πολιτών. 3. μτφ., καταστροφή: Ισοπέδωμα του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοπέδωμα — το [ισοπεδώνω] ισοπέδωση* … Dictionary of Greek
ισοπέδωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοπεδώνω, εξομάλυνση επιφάνειας, ισοπέδωμα, επιπέδωση, ίσιωμα επιφάνειας 2. μτφ. 1. κατάργηση κοινωνικών διαφορών και διακρίσεων, κοινωνική εξίσωση, εξομοίωση 2. κατεδάφιση, γκρέμισμα, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εξίσωση — η 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι ίσο με κάτι άλλο, ίσωση, ισοπέδωμα. 2. (μαθ.), ισότητα μεταξύ δύο μεταβλητών ποσών, που ισχύει μόνο αν δοθούν οι κατάλληλες τιμές σε ορισμένες ποσότητες (ή «άγνωστους») που περιέχονται σ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοπέδωση — η ισοπέδωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)